αδικοπραγία

αδικοπραγία
η юр. незаконный поступок, нарушение закона

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αδικοπραγία" в других словарях:

  • αδικοπραγία — η [αδικοπραγώ] 1. άδικη πράξη, αδικία, παρανομία 2. (Νομ.) βλ. αδικοπραξία …   Dictionary of Greek

  • αδικοπραξία ή αδικοπραγία — Η ανθρώπινη συμπεριφορά που αντίκειται στους σκοπούς της έννομης τάξης και απαγορεύεται από τον νόμο. Η α. είναι έννοια πλατύτερη από το αδίκημα, γιατί α. μπορεί να υπάρχει και χωρίς υπαίτια συμπεριφορά. Κάθε αστικό αδίκημα είναι α., κάθε όμως α …   Dictionary of Greek

  • αδικοπραγής — ἀδικοπραγής, ές (Μ) αυτός που κάνει κάτι άδικα, που κάνει αδικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδικο * + πραγής < πέπραγα, πράττω. ΠΑΡ. νεοελλ. αδικοπραγία] …   Dictionary of Greek

  • αδικοπραξία — αδικοπραξία, η και αδικοπραγία, η άδικη πράξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»